ευθυρρημονώ

ευθυρρημονώ
εὐθυρρημονῶ, -έω (Α) [ευθυρρήμων]
1. μιλώ με ευθύτητα, λέω τα πράγματα όπως είναι («ὁ σοφὸς εὐθυρρημονήσει», Ζήν.)
2. μιλώ πρόχειρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐθυρρημονῶ — εὐθυρρημονέω speak in a straightforward manner pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐθυρρημονέω speak in a straightforward manner pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”